Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ

            “ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ”

   Το σχολείο των ονείρων μου θα ήθελα να είναι διαφορετικό από τα άλλα σχολεία.
  Στο σχολείο αυτό θα ήθελα να είχε μια πολύ μεγάλη αυλή περιτριγυρισμένη από πολλά λουλούδια και δέντρα. Θα ήθελα επίσης να έχει ένα μικρό κιόσκι,ώστε να καθόμαστε όταν έχει πολύ ήλιο το καλοκαίρι.Το σχολείο εσωτερικά θα ήθελα να έχει μια αίθουσα με υπερσύγχρονους υπολογιστές,ώστε τα παιδιά να εργάζονται πιο δημιουργικά,να έχει ένα μεγάλο κλειστό γυμνα-
στήριο, για να γυμνάζονται τα παιδιά πιο καλύτερα το χειμώνα και να μην χάνουν το μάθημά τους επίσης το σχολείο αυτό θα ήθελα να έχει έναν ολόκληρο όροφο για τους καθηγητές και τον διευθυντή και θα ήθελα να έχει και μια αίθουσα σκηνής,ώστε να γίνονται οι γιορτές του σχολείου μέσα στο σχολείο.
  Το σχολείο των ονείρων μου θα ήθελα να είναι έτσι. Με αυτό τον τρόπο οι μαθητές θα μαθαίνουν πιο καλύτερα τα μαθήματα τους και θα εργάζονται πιο πολύ με τις εργασίες τους.Έτσι ονειρεύομαι το σχολείο των ονείρων μου.

ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΘΗΤΗ ΤΗΣ Α3΄ ΤΑΞΗΣ  ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ   

 

Η ΚΟΥΖΙΝΑ ΣΤΗ ΣΥΜΗ


Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

ΝΕΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ


ΝΕΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ



Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το πέμπτο κεφάλαιο του πεζογραφήματος Αναφορά στον Γκρέκο (1961), που δημοσιεύτηκε ύστερα από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Στην πραγματικότητα είναι η αυτοβιογραφία του συγγραφέα, πολύ χρήσιμη για να κατανοήσουμε την προσωπικότητα και το λογοτεχνικό έργο του. Oλόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στις συχνά επώδυνες εμπειρίες του νεαρού Ν. Καζαντζάκη από το δημοτικό σχολείο, σε εποχές (τέλη του 19ου αιώνα) που οι εφαρμοζόμενες παιδαγωγικές μέθοδοι ήταν ιδιαίτερα αυταρχικές. Ειδικότερα, στο απόσπασμα παρακολουθούμε την πρώτη του μέρα στο δημοτικό σχολείο αλλά και τις αναμνήσεις του από το δάσκαλο της τετάρτης τάξης, που τότε ήταν και η τελευταία, αφού το δημοτικό ήταν τετρατάξιο.


Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μού είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.
— Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου…, μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περιφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευούμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκλησιά του Αϊ-Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιάν αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
— Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου.
O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
— Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.
— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
— Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
       


Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, σαν κρανία· τα πιο πολλά θα ’χουν γίνει κρανία. Μα απάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερις δασκάλοι.
[...]
Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ' ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. «Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του», λέγαμε ο ένας στον άλλο σιγά να μη μας ακούσει, «δε θωράς, μωρέ, πώς τυλιγαδίζουν τα πόδια του; και πώς βήχει; Δεν είναι Κρητικός». Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα 'ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική· μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος· η Παιδαγωγική έλειπε, θα 'ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα· αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!», είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!» Κι αλήθεια είδαμε· όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ' αυτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.
Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
— Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;
Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
— Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.
Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
— Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει.
Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
— Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!
Ήταν όμως και πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής. Μια μέρα μας λέει: «Αύριο θα σας μιλήσω για το Χριστόφορο Κολόμβο, πώς ανακάλυψε την Αμερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό· όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!».

ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΧΟΛΕΙΩΝ























Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Παλιά παιδικά παιχνίδια


Τα βαρελάκια

Κάθονταν όλοι σε απόσταση και σκυμμένοι ο ένας πιο ψηλά από τον άλλο.
Ένα παιδί άρχιζε να πηδά από τον έναν στον άλλο.
Έβαζε τα χέρια του στην πλάτη του παιδιού και αν τον ακουμπούσε λίγο, έχανε.
Άμα δεν έχανε, έμπαινε πρώτος στη σειρά και συνέχιζε ο τελευταίος.

Οι κούκοι

Τρεις παίχτες πήγαιναν από μια μεριά και στήνανε " κούκους " (με μεγάλες πέτρες).
Σε μεγάλη απόσταση από αυτούς πήγαιναν άλλοι τρεις και κάνανε το ίδιο.
Ο κάθε ένας από κάθε ομάδα έπαιρνε τρεις πέτρες και προσπαθούσε να πετύχει
τους " κούκους ". Όποιος δεν πετύχαινε τους "κούκους" πήγαινε στην άλλη ομάδα και έπαιρνε έναν στην πλάτη του.
Αν δεν τα κατάφερνε και τον έριχνε στη διαδρομή, τότε έχανε και η ομάδα του.

Τα μανιταράκια

Τα μανιταράκια παίζονται από τέσσερα άτομα και πάνω. Τα παιδιά βγάζουν κάποιον να «φυλάει». Αυτός μετράει μέχρι το δέκα και αρχίζει να κυνηγάει. Όταν πάει να πιάσει κάποιο παιδί, τότε αυτό το παιδί κάθεται κάτω. Έτσι εκείνος που κυνηγάει δεν μπορεί να το πιάσει.
Για να ξανασηκωθεί κάποιο παιδί πρέπει κάποιο άλλο παιδί να περάσει από πάνω του. Όταν όλοι έχουν κάτσει κάτω και μείνει μόνο ένας όρθιος, αυτός δεν πρέπει να κάτσει κάτω γιατί θα τα «φυλάει ».
Αν καταφέρει να πιάσει αυτόν που έμεινε τον κάνει να φυλάει αυτός. Ενώ αν καταφέρει, αυτός που έμεινε όρθιος, να περάσει πάνω από κάποιο παιδί, το παιχνίδι συνεχίζεται.
Τον πρώτο τελικά που θα καταφέρει να πιάσει, θα είναι ο επόμενος που θα τα φυλάει.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Παραδοσιακά ή ηλεκτρονικά παιχνίδια;

   Πιστεύω ότι είναι προτιμότερο να παίζουν τα παιδιά παραδοσιακά παιχνίδια. Πρώτα πρώτα, επειδή μέσω αυτών των παιχνιδιών τα παιδιά γυμνάζονται, κοινωνικοποιούνται και μαθαίνουν να συνεργάζονται με τους άλλους. Ιδιαίτερα τα ομαδικά παιχνίδια τα βοηθούν πολύ στο να μαθαίνουν να συμπεριφέρονται και να ενεργούν ως μέλη μιας ομάδας που έχει συγκεκριμένο στόχο. Επίσης, διευρύνουν την φαντασία τους κάνοντάς τα πιο δημιουργικά. Αντίθετα, τα σύγχρονα ηλεκτρονικά παιχνίδια μειώνουν την κριτική σκέψη και την πνευματική εξέλιξη των παιδιών και τα ωθούν σε έναν εικονικό κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά κλείνονται στον εαυτό τους και πολλές φορές γίνονται επιθετικά. Τέλος, η πολύωρη στάση μπροστά σε μια οθόνη μπορεί να προκαλέσει διάφορα προβλήματα υγείας όπως μυωπία και παχυσαρκία. Για τους παραπάνω λόγους προτιμώ να παίζω παραδοσιακά παιχνίδια με τους φίλους μου παρά να κλείνομαι στο σπίτι και να ζω μια ψεύτικη πραγματικότητα μπροστά στα ύπουλα ηλεκτρονικά παιχνίδια.  

Σύγχρονα Ηλεκτρονικά Παιχνίδια





Παραδοσιακά παιχνίδια


Πεντόβολα
Mαζεύουμε πέντε πέτρες (κατά προτίμηση στρογγυλές λείες και άσπρες) και ξεκινάμε το παιχνίδι: παίρνουμε μία από τις πέντε και την πετάμε στον αέρα προσπαθώντας με γρήγορη κίνηση να πιάσουμε άλλη μία (όσο η άλλη είναι στον αέρα ) από κάτω και να μείνουμε με δύο πέτρες στο ένα χέρι στο πρώτο στάδιο. Αν καταφέρουμε αυτό συνεχίζουμε πετώντας μία  πέτρα στον αέρα προσπαθώντας να πιάσουμε άλλες δύο από κάτω και εν τέλει να έχουμε τρεις στο χέρι. Αν καταφέρουμε και αυτό επαναλαμβάνουμε την ίδια κίνηση προσπαθώντας να πιάσουμε τρεις και στη συνέχεια και τις τέσσερις πέτρες μαζί με αυτή που πετάμε στον αέρα. Αν δεν καταφέρουμε να το κάνουμε αυτό συνεχίζει ο επόμενος παίχτης. Στο επόμενο στάδιο του παιχνιδιού εργαζόμαστε ως εξής:σχηματίζουμε μία γέφυρα με το αριστερό μας χέρι ώστε ο αντίχειρας να βρίσκεται απέναντι των άλλων δακτύλων και συνεχίζουμε να πετάμε μία πέτρα στον αέρα προσπαθώντας (με το δεξί πάντα) να περάσουμε κάτω από τη γέφυρα μία πέτρα από τις υπόλοιπες. Αυτό συνεχίζεται μέχρι να περάσουμε και τις τέσσερις πέτρες κάτω από τη γέφυρα και να μείνουμε  με τη μια{αυτή που πετάμε στον αέρα}στο χέρι. Νικητής είναι αυτός που θα τελειώσει τα παραπάνω πρώτος!

Τσουβαλοδρομίες
Ήταν αγώνας δρόμου με τους παίκτες να βρίσκονται μέσα σε τσουβάλια (από την μέση και κάτω). Στόχος του παιχνιδιού ήταν να φτάσει κανείς πρώτος στο τέρμα , ουσιαστικά χοροπηδώντας.


Αμπάριζα
Σ' αυτό το παιχνίδι, τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Κάθε ομάδα έχει ένα σημείο εκκίνησης, συνήθως κολόνα ή δέντρο. Στην αρχή ένα παιδί από τη μια ομάδα (δεν έχει σημασία ποια), "παίρνει αμπάριζα και βγαίνει" για να προκαλέσει τους παίχτες της άλλης ομάδας να τον κυνηγήσουν. Τότε κάποιος απ' την αντίπαλη ομάδα "παίρνει αμπάριζα και βγαίνει" και τον κυνηγάει. 'Ετσι βγαίνουν και τ' άλλα παιδιά κυνηγούν. Κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει τα παιδιά που έχουν βγει πριν απ' αυτόν, αλλά όχι τα παιδιά που έχουν βγει μετά. Επίσης κάθε παίχτης μπορεί να γυρίσει στην κολόνα του και να βγει όσες φορές θέλει. 'Οταν κάποιο παιδί πιάσει ένα παίχτη της αντίπαλης ομάδας, τον πάει στη φυλακή, που είναι συνήθως κοντά στην κολόνα του. Οι παίχτες της ομάδας του παιδιού που είναι φυλακισμένο, πρέπει να το ακουμπήσουν για να ελευθερωθεί. Σκοπός του παιχνιδιού είναι ν' ακουμπήσει ένας παίχτης την κολόνα της αντίπαλης ομάδας.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ( ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ)

             ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ
                       ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ



Κατηφόρισε σοβαρή, όπως ταίριαζε σ' ένα γυμνασιοκόριτσο, την καινούρια ακόμη γειτονιά της. Διέσχισε γρήγορα, όπως άρμοζε, την Πάνω Πλατεία και μπήκε στο δρόμο με τα μαγαζιά. Ούτε ματίτσα αριστερά και δεξιά. Με βιαστικό βήμα, έφτασε στην Κάτω Πλατεία, πέρασε απέναντι και μπήκε επιτέλους στο δρόμο που βρισκόταν το Γυμνάσιο. Ήταν κι αυτή πια γυμνασιοκόριτσο! Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε στον αυλόγυρο. Αμέσως όμως ένιωσε να βουλιάζει. Θεέ, πόσο τεράστιοι ήταν όλοι τους! Κι αυτή σαν νάνος! Ολόκληροι άντρες και γυναίκες! Πέρασε διστακτικά από δίπλα τους κι εκείνοι χαμήλωσαν το βλέμμα τους κατά τη μεριά της χαμογελώντας.
«[…] Και δεν ξέρω κανέναν εδώ. Και δες τι αέρα που έχουν όλες αυτές οι κυράτσες. Εγώ είμαι σαν βλαχαντερό!» σκέφτηκε αναψοκοκκινισμένη και ζάρωσε σε μια άκρη.
– Άννα!
Γύρισε κι είδε το Γιώργο. […]
– Tι θες σε τούτο το προαύλιο; […] Eμείς μένουμε στο κάτω προαύλιο. Δε σ' το 'πανε; Πάμε.
Η Άννα τον ακολούθησε αμίλητη.
– Εφέτος έχει έρθει καινούριος γυμνασιάρχης. Λένε πως είναι πολύ αυστηρός. Στο προηγούμενο Γυμνάσιο που ήταν, λένε, τους είχε κάνει όλους στρατιωτάκια, καθηγητές και μαθητές! […]
Tο κουδούνι τού έκοψε την κουβέντα. Έπρεπε να βρουν τώρα πού έκανε σειρά η τάξη τους. Και γρήγορα μάλιστα, γιατί οι καθηγητές είχαν ήδη βγει και στήνονταν με σεβασμό πίσω από έναν ψηλόλιγνο άντρα. «Αυτός είναι!» ακούστηκαν μερικά ψιθυρίσματα. Έπειτα ήρθε ο παπα-Νικόλας που τους έκανε αγιασμό και στο Δημοτικό. «Χμ, γι' αυτό εμείς αργούσαμε να μπούμε…» σκέφτηκε αθέλητα η Άννα, λογαριάζοντας τον εαυτό της ακόμη με τα παιδιά του Δημοτικού παρά με τούτους εδώ τους μαντράχαλους.
Ο αγιασμός έγινε όπως συνήθως, αλλά μετά βγήκε μπροστά ο γυμνασιάρχης κι άρχισε ένα κατεβατό από «πρέπει» κι «απαγορεύεται», που έκανε όλο το ακροατήριο κάτω να στενάξει. Από τις μεγάλες μάλιστα τάξεις ακούστηκαν έντονες διαμαρτυρίες.
– Δε θα ανεχτώ! φώναξε ο γυμνασιάρχης. Και τώρα οι μαθητές ν' αρχίσουν να προχωρούν απ' αριστερά και να μπαίνουν από την κυρία είσοδο στο πάνω προαύλιο. Οι μαθήτριες από δεξιά. Θα μπαίνουν από την πλαϊνή. […]
Πάλι ακούστηκαν διαμαρτυρίες.
– Δε θα ανεχτώ, είπα! Πάραυτα! Από αύριο θα υποστούν κυρώσεις οι μη συμμορφωθέντες!
– Κατάλαβες τι είπε τώρα; ρώτησε η Άννα τη διπλανή της, μια κοντούλα ξανθομάλλα.


– Όχι και τόσο. Θα δούμε όμως… Με λένε Αγγέλα. Εσένα;
– Άννα.
– Καθόμαστε μαζί;
– Γιατί όχι; Στο πρώτο, έτσι;
– Πού αλλού; Με τέτοιο μπόι…

Και γέλασαν.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΥΜΗ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ευγενία Φακίνου

Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το πρώτο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου Αστραδενή, το οποίο κυκλοφόρησε το 1982. Ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η μικρή Αστραδενή από τη Σύμη των Δωδεκανήσων, μαθήτρια στην Ε΄ Δημοτικού, που έρχεται με τους γονείς της στην Αθήνα για να βρει καλύτερη δουλειά ο πατέρας της. Όπως είναι φυσικό, έκπληκτη η Αστραδενή βιώνει πολλές καινούριες εμπειρίες στην Αθήνα. Η ζωή στην πρωτεύουσα διαφέρει πολύ από τη ζωή όπως την ήξερε στο μικρό νησί της. Στην πατρίδα της άλλες ήταν οι ασχολίες των ανθρώπων, οι ρυθμοί της ζωής ήταν πιο χαλαροί και οι ανθρώπινες σχέσεις πιο στενές. Μια εικόνα από την παραδοσιακή αυτή ζωή περιγράφεται στο παρακάτω απόσπασμα.


Στη Σύμη, τ’ απογεύματα πότε ερχότανε η Αλεμίνα στο δικό μας, πότε πηγαίναμε εμείς στης Ελένης, πότε όλες πηγαίναμε στο Ζωπιάκι. Oι μανάδες κάνανε τις δουλειές τους τις απογευματινές. Άλλη έπλεκε, άλλες κόβανε κουρέλια για κουρελούδες, άλλη έπλεκε νταντέλα. Εκτός κι αν είχανε δουλειά συντροφική. Της εποχής. Κι έπρεπε να δουλέψουν όλες μαζί. Να, να καθαρίσουν τ' αμύγδαλα, να ξεσποριάσουν τη φακή ή τα φασόλια, να ετοιμάσουν κουλουράκια ή ν' ανοίξουν χυλοπίτες.

Εμείς, τα παιδιά, παίζαμε στην αυλή, αν ήταν καλοσύνη. Αλλιώς, καθόμαστε πάνω στον αποκρέβατο, στην κουζίνα που 'χει ζέστη, δίπλα τους. Και τα δυο μ' αρέσανε. Στις αυλές παίζαμε το κουτσό ή τ' αγάλματα ή τις κυρίες. Στην κουζίνα παίζαμε μαμά και παιδιά ή σχολείο. Είχε κι αυτό το γούστο του, γιατί, ενώ έπαιζες, άκουγες και τις μανάδες να κουβεντιάζουνε καθώς δουλεύανε. Σ’ εμάς, στη Σύμη, οι κουζίνες δεν είναι έτσι κουτσουλές, όπως είναι εδώ. Είναι ένα μεγάλο δωμάτιο, πολύ μεγάλο, που κάνουμε όλες μας τις δουλειές. Κοιμόμαστε κιόλας, το χειμώνα που ’χει κρύο. Στη μια του άκρη έχει τον αποκρέβατο —ένα πατάρι, πες— μεγάλο και ψηλό ένα μέτρο. Ανεβαίνεις με τρία σκαλάκια. Έχει κι ένα κάγκελο στην άκρη. Αυτό βολεύει πολύ για να μην πέφτουν τα παιδιά που κοιμούνται όλα εκεί. Το στρώνουμε με ωραίες κουρελούδες και παίζουμε —ξυπόλητες για να μη λερώνουμε— μαμάδες και παιδιά. Από κάτω ο αποκρέβατος είναι αποθήκη. Φυλάμε διάφορα πράγματα. Εκεί λέμε στα μικρά ότι θα τα κλειδώσουμε αν δεν είναι φρόνιμα. Κι αυτά φοβούνται τον αράπη ή τη γριά και κάθονται φρόνιμα.
O πατέρας και η μάνα μου κοιμούνται ψηλά ψηλά, σ’ ένα κρεβάτι που ανεβαίνεις με δεκαπέντε σκαλιά. Στην άλλη άκρη του δωμάτιου είναι η τσιμιά, το τζάκι δηλαδή, και δίπλα η βρύση της στέρνας. Το τζάκι δεν το ανάβουμε συχνά. Άλλωστε τι κρύο κάνει στη Σύμη… ψιλοπράγματα. Έτσι και ρουφήξεις ένα φασκόμηλο… ζεστάθηκες στο πι και φι!… Μόνο τα Χριστούγεννα το ανάβουμε, έτσι για το καλό. Για να καπνίσει, να διώξει το κακό απ’ το σπίτι, να τρομάξει τους καλικαντζάρους. Τον άλλο καιρό έχουμε ακουμπισμένο εκεί το πετρογκάζ και μαγειρεύουμε. Δίπλα είναι το παράθυρο. Σ’ εμάς, στη Σύμη, τα παράθυρα είναι αλλιώτικα. Το είδα αυτό μόλις μπήκα και μου ’κανε εντύπωση. Εδώ τα παράθυρα είναι, πώς να το πω, αδύνατα. Σ’ εμάς έχουνε ένα πολύ φαρδύ πρεβάζι απ’ τη μέσα μεριά. Εκεί ακουμπάμε διάφορα πράγματα. Μάλιστα, το ένα παράθυρο της κουζίνας έχει το πρεβάζι του φτιαγμένο νεροχύτη. Γέρνει, δηλαδή, λίγο προς τα έξω κι έχει μια τρύπα φαρδιά που διώχνει τα σαπουνόνερα έξω.
Κάτω απ’ το παράθυρο φυτεύουμε μελιτζανιές, δυόσμο, βασιλικά, κατιφέδες. Το σαπουνόνερο είναι σπουδαίο για τα λουλούδια και τα λαχανικά. Λίπασμα, που λέει κι ο πατέρας. Και τα κάνει θρεφτάρια, να, μέχρι εκεί πάνω. Κι ούτε που πάει χαμένο, όπως εδώ. Εδώ, καλέ, πού το πετάνε τόσο νερό;… Δεν το λυπούνται;… Αλλά τι λέω, η χαζή, τι να λυπηθούνε!… Εδώ ανοίγουν τη βρύση, και φρρρρτ! τρέχει το νερό… Δεν έχουν στέρνα, να φοβούνται μην πατώσει και μείνουν χωρίς νερό. Πάντως το στερνίσιο το νερό είναι το καλύτερο. Είναι θεοβρεχάμενο, που λένε οι παλαιοί. Είναι ωραίο, γλυκό νερό. Κάνει ωραία σαπουνάδα. Και στο λούσιμο είναι σπουδαίο. Τούτο της Αθήνας… κάπως μυρίζει… αλλιώτικο στο στόμα… σα φάρμακο…
Βέβαια, το νερό της στέρνας πρέπει να το προσέχεις. Θέλει καλό κουμάντο για να περάσεις το καλοκαίρι σου και να σου μείνει και λίγο να πλύνεις τις κουβέρτες και τις κουρελούδες…
Ε. Φακίνου, Αστραδενή, Κέδρος


Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Ευγενία Φακίνου (Βιογραφία) - Σύμη


Ευγενία Φακίνου-Βιογραφία

Η Ευγενία Φακίνου γεννήθηκε το 1945 στην Αλεξάνδρεια. Σύζυγος του δημοσιογράφου και συγγραφέα Μιχάλη Φακίνου. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε γραφικές τέχνες,κουκλοθέατρο και ξεναγός. Εργάστηκε και σταδιοδρόμησε για μερικά χρόνια σε περιοδικό ως γραφίστρια. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παιδική λογοτεχνία καί με το παιδικό θέατρο. Στο τέλος του 1975, δη­μιούργησε το αντικειμενοθέατρο ή κουκλοθέατρο Ντενεκεδούπολη αρχικά στο Θεάτρο της Οδού Κεφαλληνίας στην Κυψέλη καί στην συνέχεια στο Θέατρο Στοά στου Ζωγράφου(οδός Μπισκίνη 55) με κούκλες από ντενεκεδένια κουτιά παρουσιάζοντας έργα της σε μουσική του μεγάλου Γιάννη Μαρκόπουλου. Την Κυριακή των Βαΐων του 1982 δόθηκαν οι 2 τελευταίες παραστάσεις του έργου Το μεγάλο ταξίδι του Μελένιου και το αντικειμενοθέατρο Ντενεκεδούπολη τερμάτισε οριστικά τη λειτουργία του, καθώς η Φακίνου δεν μπορούσε να γράψει άλλο καινούριο έργο. Σήμερα τα ντενεκεδάκια και τα άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν στις παραστάσεις του αντικειμενοθεάτρου Ντενεκεδούπολη εκτίθενται στο Θεατρικό Μουσείο. Έχει γράψει και έχει εικονογραφήσει πολλά παιδικά βιβλία «Ελληνάκια, Ντενεκεδούπολη, Ξύπνα Ντενεκεδούπολη, κουρδιστάν, το μεγάλο ταξίδι του Μελένιου, μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία κ.α.». Το 1982 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, την Αστραδενή. Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα γερμανικά, αγγλικά, ρωσικά, ουγγρικά, δανέζικα, γαλλικά, ολλανδικά, ιταλικά και σερβικά. Το 2005 τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου – Σκάι 100,3) για το μυθιστόρημά της «Η μέθοδος της Ορλεάνης» και το 2008 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων «Φιλοδοξίες κήπου». Έγραψε κυρίως μυθιστορήματα με τα θέματά της να είναι εμπνευσμένα από την κοινωνική πραγματικότητα και από τα υπάρχοντα προβλήματα. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί και έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές γλώσσες (Γερμανικά, Ρωσικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ουγγρικά, Δανέζικα, Ιταλικά, Ολλανδικά και Σέρβικα).Το 2001 ανέβηκε με πολλή μεγάλη επιτυχία σε θεατρική διασκευή του Δημήτρη Μουρίκιου και με πρωταγωνίστρια την μεγάλη μας ηθοποιό Αλέκα Παιζή το έργο της «Το έβδομο ρούχο».

Σύμη


Η Σύμη είναι το όγδοο σε μέγεθος ελληνικό νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων. Βρίσκεται περί τα 12 μίλια ΒΔ. της Ρόδου, προ του ομώνυμου μικρασιατικού κόλπου, ή κόλπου Σεμπεκί κατά τους Τούρκους, με συνολική έκταση 57,865 τ.χλμ.. Απέχει 255 μίλια από τον Πειραιά, περίπου 27 μίλια ανατολικά από τη Νίσυρο και 3,7 μίλια από την εγγύτερη ακτή της Τουρκίας.

Το φυσικό της λιμάνι είναι ο Γιαλός, (εκ του Αιγιαλός), πέριξ του οποίου είναι κτισμένη η πόλη αμφιθεατρικά. Κατά την απογραφή του 2001 αριθμούσε 2.606 κατοίκους, εκ των οποίων οι 2.427 είναι συγκεντρωμένοι στο άνω τμήμα της πόλης, το λεγόμενο Χωριό, που είναι κτισμένο επί της πλαγιάς του όρους Βίγλα. Υπάρχουν και τα θέρετρα Νημπορ(ε)ιός (εκ του Εμπορειό), βορειότερα, και το Πέδι, ανατολικά. Περίπου το 5% των μονίμων κατοίκων είναι αλλοδαποί Ευρωπαίοι πολίτες, κυρίως Άγγλοι. Ο Γιαλός συνδέεται οδικά με το Χωριό, το Πέδι, τον Νημπορ(ε)ιό και την περισπούδαστη Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη που βρίσκεται στο νοτιότερο δυτικό άκρο της νήσου. Η Σύμη είναι τουριστικός προορισμός παγκοσμίου βεληνεκούς λόγω της αρχιτεκτονικής της. Από το 2009 λειτουργεί στο νησί εργοστάσιο αφαλάτωσης. Αρχαιολογικός χώρος κηρύχθηκε ολόκληρο το νησί της Σύμης Ολόκληρη η Σύμη αλλά και τα νησάκια που βρίσκονται γύρω από αυτήν κηρύχθηκαν αρχαιολογικοί χώροι από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, αφού περιλαμβάνουν 159 θέσεις -χώρους και μνημεία- που καταγράφουν την ιστορία της περιοχής από την προϊστορική εποχή ώς τα νεώτερα χρόνια.

Η Σύμη είναι γνωστή από τη μυθολογία. Στο νησί, σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκαν οι τρεις Χάριτες. Το σημερινό όνομά της το οφείλει στη Νύμφη Σύμη, που κατά το μύθο ζευγάρωσε με τον Ποσειδώνα, θεό της θάλασσας. Καρπός του έρωτά τους υπήρξε ο Χθόνιος, που έγινε βασιλιάς των πρώτων κατοίκων του νησιού. Τη Σύμη στην αρχαιότητα τη συναντάμε και με άλλες ονομασίες, όπως Καρική, Έλκουσα, Αίγλη και Μεταποντίς, οι οποίες όμως ήταν προγενέστερες. Πρώτοι κάτοικοι του νησιού θεωρούνται οι Κάρες και οι Λέλεγες, από τη γειτονική μικρασιατική ακτή. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα του αναφέρει ότι ο βασιλιάς της, ο Νηρεύς, οδήγησε στην Τροία τρία πλοία. Η Σύμη ανέκαθεν ανήκε στην επικράτεια των Ροδίων. Μόνο για ένα σχετικά μικρό διάστημα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. πέρασε στην κυριαρχία των Αθηναίων.

Η ιστορία της στα μετέπειτα χρόνια είναι παράλληλη των υπολοίπων νησιών της Δωδεκανήσου. Έτσι πέρασε αρχικά στη Ρωμαϊκή κυριαρχία και αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1309 οπότε και κατακτήθηκε από τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου, που εκτιμώντας την προνομιακή θέση του νησιού, το ώθησαν σε μια μακρά περίοδο ευημερίας, που συνδέεται με την ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυσιπλοΐας, της σπογγαλιείας και της ναυπηγικής τέχνης .

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ψάχνοντας σε ένα ηλεκτρονικό λεξικό

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 7.Γλωσσολόγοι
(ΣΗΜΑΣΙΑ ΛΕΞΕΩΝ)

νταντέλα: είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά, μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθως σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές: ~ του χεριού / της μηχανής. Πλέκει δαντέλες. Tραπεζομάντιλο γαρνιρισμένο με ~. Tουαλέτα από ~.



ξεσποριάζω: 1.για φυτά που σχημάτισαν πια τους σπόρους τους, που συμπλήρωσαν δηλαδή τον κύκλο της ζωής τους. 2. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από καρπό.


κατιφές: 1. είδος καλλωπιστικού φυτού, με μικρά βαθυκόκκινα λουλούδια. 2. είδος βελούδου.



καλικάντζαρος:σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, δύσμορφο, ενοχλητικό και βλαπτικό για τους ανθρώπους δαιμόνιο που εμφανίζεται στη γη κατά την περίοδο του Δωδεκαήμερου: Είναι σαν ~, για άνθρωπο πολύ άσχημο, με κωμική συνήθως εμφάνιση. || (θηλ.) η γυναίκα του καλικάντζαρου. καλικαντζαράκι



κουρελού: υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι.