ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 7.Γλωσσολόγοι
(ΣΗΜΑΣΙΑ ΛΕΞΕΩΝ)
(ΣΗΜΑΣΙΑ ΛΕΞΕΩΝ)
νταντέλα: είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά, μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθως σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές: ~ του χεριού / της μηχανής. Πλέκει δαντέλες. Tραπεζομάντιλο γαρνιρισμένο με ~. Tουαλέτα από ~.
ξεσποριάζω: 1.για φυτά που σχημάτισαν πια τους σπόρους τους, που συμπλήρωσαν δηλαδή τον κύκλο της ζωής τους. 2. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από καρπό.
κατιφές: 1. είδος καλλωπιστικού φυτού, με μικρά βαθυκόκκινα λουλούδια. 2. είδος βελούδου.
καλικάντζαρος:σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, δύσμορφο, ενοχλητικό και βλαπτικό για τους ανθρώπους δαιμόνιο που εμφανίζεται στη γη κατά την περίοδο του Δωδεκαήμερου: Είναι σαν ~, για άνθρωπο πολύ άσχημο, με κωμική συνήθως εμφάνιση. || (θηλ.) η γυναίκα του καλικάντζαρου. καλικαντζαράκι
κουρελού: υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου