Ευγενία Φακίνου-Βιογραφία
Η Ευγενία Φακίνου γεννήθηκε το 1945
στην Αλεξάνδρεια. Σύζυγος του δημοσιογράφου και
συγγραφέα Μιχάλη Φακίνου. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε γραφικές τέχνες,κουκλοθέατρο
και ξεναγός. Εργάστηκε και σταδιοδρόμησε για μερικά χρόνια σε περιοδικό ως γραφίστρια. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την
παιδική λογοτεχνία καί με το παιδικό θέατρο. Στο τέλος του 1975, δημιούργησε
το αντικειμενοθέατρο ή κουκλοθέατρο Ντενεκεδούπολη αρχικά στο Θεάτρο της Οδού
Κεφαλληνίας στην Κυψέλη καί στην συνέχεια στο Θέατρο Στοά στου Ζωγράφου(οδός
Μπισκίνη 55) με κούκλες από ντενεκεδένια κουτιά παρουσιάζοντας έργα της σε
μουσική του μεγάλου Γιάννη Μαρκόπουλου. Την Κυριακή των Βαΐων του 1982 δόθηκαν
οι 2 τελευταίες παραστάσεις του έργου Το μεγάλο ταξίδι του Μελένιου και το
αντικειμενοθέατρο Ντενεκεδούπολη τερμάτισε οριστικά τη λειτουργία του, καθώς η
Φακίνου δεν μπορούσε να γράψει άλλο καινούριο έργο. Σήμερα τα ντενεκεδάκια και
τα άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν στις παραστάσεις του
αντικειμενοθεάτρου Ντενεκεδούπολη εκτίθενται στο Θεατρικό Μουσείο. Έχει γράψει
και έχει εικονογραφήσει πολλά παιδικά βιβλία «Ελληνάκια, Ντενεκεδούπολη, Ξύπνα
Ντενεκεδούπολη, κουρδιστάν, το μεγάλο ταξίδι του Μελένιου, μια μικρή
καλοκαιρινή ιστορία κ.α.». Το 1982 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, την Αστραδενή. Τα
μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα γερμανικά, αγγλικά, ρωσικά, ουγγρικά, δανέζικα, γαλλικά, ολλανδικά, ιταλικά και σερβικά. Το 2005
τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου – Σκάι 100,3)
για το μυθιστόρημά της «Η μέθοδος της Ορλεάνης» και το 2008 με το
Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων «Φιλοδοξίες κήπου».
Έγραψε κυρίως μυθιστορήματα με τα θέματά της να είναι εμπνευσμένα από την
κοινωνική πραγματικότητα και από τα υπάρχοντα προβλήματα. Τα έργα της έχουν
μεταφραστεί και έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές γλώσσες (Γερμανικά, Ρωσικά,
Αγγλικά, Γαλλικά, Ουγγρικά, Δανέζικα, Ιταλικά, Ολλανδικά και Σέρβικα).Το 2001
ανέβηκε με πολλή μεγάλη επιτυχία σε θεατρική διασκευή του Δημήτρη Μουρίκιου και
με πρωταγωνίστρια την μεγάλη μας ηθοποιό Αλέκα Παιζή το έργο της «Το έβδομο
ρούχο».
Σύμη
Η Σύμη είναι το όγδοο σε
μέγεθος ελληνικό νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων.
Βρίσκεται περί τα 12 μίλια ΒΔ. της Ρόδου, προ του ομώνυμου μικρασιατικού
κόλπου, ή κόλπου Σεμπεκί κατά τους Τούρκους, με συνολική έκταση 57,865 τ.χλμ..
Απέχει 255 μίλια από τον Πειραιά, περίπου 27 μίλια ανατολικά από τη Νίσυρο και
3,7 μίλια από την εγγύτερη ακτή της Τουρκίας.
Το φυσικό της λιμάνι είναι ο Γιαλός,
(εκ του Αιγιαλός), πέριξ του οποίου είναι κτισμένη η πόλη αμφιθεατρικά. Κατά
την απογραφή του 2001 αριθμούσε 2.606 κατοίκους, εκ των οποίων οι 2.427 είναι
συγκεντρωμένοι στο άνω τμήμα της πόλης, το λεγόμενο Χωριό, που είναι
κτισμένο επί της πλαγιάς του όρους Βίγλα. Υπάρχουν και τα θέρετρα Νημπορ(ε)ιός
(εκ του Εμπορειό), βορειότερα, και το Πέδι, ανατολικά. Περίπου το 5% των
μονίμων κατοίκων είναι αλλοδαποί Ευρωπαίοι πολίτες, κυρίως Άγγλοι. Ο Γιαλός
συνδέεται οδικά με το Χωριό, το Πέδι, τον Νημπορ(ε)ιό και την περισπούδαστη
Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη που βρίσκεται στο νοτιότερο δυτικό
άκρο της νήσου. Η Σύμη είναι τουριστικός προορισμός παγκοσμίου βεληνεκούς λόγω
της αρχιτεκτονικής της. Από το 2009 λειτουργεί στο νησί εργοστάσιο αφαλάτωσης.
Αρχαιολογικός χώρος κηρύχθηκε ολόκληρο το νησί της Σύμης Ολόκληρη η Σύμη αλλά
και τα νησάκια που βρίσκονται γύρω από αυτήν κηρύχθηκαν αρχαιολογικοί χώροι από
το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, αφού περιλαμβάνουν 159 θέσεις -χώρους και
μνημεία- που καταγράφουν την ιστορία της περιοχής από την προϊστορική εποχή ώς
τα νεώτερα χρόνια.
Η Σύμη είναι γνωστή από τη μυθολογία.
Στο νησί, σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκαν οι τρεις Χάριτες. Το σημερινό
όνομά της το οφείλει στη Νύμφη Σύμη, που κατά το μύθο ζευγάρωσε με τον
Ποσειδώνα, θεό της θάλασσας. Καρπός του έρωτά τους υπήρξε ο Χθόνιος, που έγινε
βασιλιάς των πρώτων κατοίκων του νησιού. Τη Σύμη στην αρχαιότητα τη συναντάμε
και με άλλες ονομασίες, όπως Καρική, Έλκουσα, Αίγλη και Μεταποντίς, οι οποίες
όμως ήταν προγενέστερες. Πρώτοι κάτοικοι του νησιού θεωρούνται οι Κάρες και οι Λέλεγες, από τη
γειτονική μικρασιατική ακτή. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα του αναφέρει ότι
ο βασιλιάς της, ο Νηρεύς, οδήγησε στην Τροία τρία πλοία. Η Σύμη ανέκαθεν ανήκε
στην επικράτεια των Ροδίων. Μόνο για ένα σχετικά μικρό διάστημα κατά τον 5ο
αιώνα π.Χ. πέρασε στην κυριαρχία των Αθηναίων.
Η ιστορία της στα μετέπειτα χρόνια
είναι παράλληλη των υπολοίπων νησιών της Δωδεκανήσου. Έτσι πέρασε αρχικά στη
Ρωμαϊκή κυριαρχία και αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
μέχρι το 1309 οπότε και κατακτήθηκε από τους Ιππότες του Τάγματος
του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου, που εκτιμώντας την προνομιακή θέση του
νησιού, το ώθησαν σε μια μακρά περίοδο ευημερίας, που συνδέεται με την ανάπτυξη
του εμπορίου, της ναυσιπλοΐας, της σπογγαλιείας και
της ναυπηγικής τέχνης .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου